-
1 исходить
1. (брать что-л за основу) εκκινώ, ξεκινώ 2. (о звуках, запахах, тепле и т.п.) (προ)έρχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исходить
-
2 исходить
исходить 1-ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исхоженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.περιέρχομαι, διατρέχω, γυρίζω (πεζός)•исходить всё поле γυρίζω όλο το χωράφι.
исходить 2-ожу, -одишь, μτχ. ενστ. исходящийρ.δ.1. παλ. βγαίνω, ξεκινώ, έχω ως αρχή, αφετηρία.2. πηγάζω, προέρχομαι•сведения -ят из верных источников οι πληροφορίες προέρχονται από έγκυρες πηγές•
исходить из предположения (предпосылки) ξεκινώ από την προύπόθεση.
3. βλ. изойти 1. || πλησιάζω προς το τέλος, λήγω, διαρρέω, εκπνέω (για χρόνο).